Επειδή στην πολιτική υπάρχουν είδη και ήθη που δεν την τιμούν (και τα οποία δεν είναι σημερινά αλλά δεκαετιών και επαναλαμβάνονται) να ψάξουμε τους όρους. Το πολύ παλιό λεξικό της Πρωίας ορίζει την κλάκα ως «τα εν θεάτρω χειροκροτήματα των εγκαθέτων» και κλακέρ τον εντεταλμένο «για να χειροκροτεί ηθοποιό, ρήτορα κ.λπ».
Το λεξικό Μπαμπινιώτη προσδιορίζει την κλάκα ως «αποδοκιμασία ή επιδοκιμασία από εγκαθέτους» και τον κλακαδόρο ως εγκάθετο που επευφημεί ή αποδοκιμάζει πρόσωπο σε δημόσιο χώρο ή θέαμα.
Το λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη αναφέρει ότι κλάκα είναι οι «επευφημίες εγκαθέτων» και κλακαδόρος ή κλακέρ ο «εγκάθετος για να χειροκροτεί ηθοποιό, ρήτορα κ.λπ».
Το πιο σύγχρονο και πολύ βοηθητικό στις αναζητήσεις ορισμών διαδικτυακό slang.gr, σημειώνει ότι η λέξη «κλακαδόρος» σήμερα «χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των: κομματόσκυλο, φερέφωνο, οπαδός, αβανταδόρος». Και αναφέρει για τον κλακαδόρο: «Ο επαγγελματίας χειροκροτητής. Στον προηγούμενο αιώνα υπήρξε part-time απασχόληση. Στην όπερα μάλιστα, έπρεπε να είναι και γνώστης της μουσικής και να έχει σχέση με την παράσταση, ώστε να ξέρει πότε να χειροκροτήσει (δίνοντας και το έναυσμα για χειροκρότημα και στους άλλους θαμώνες). Ο λόγος ύπαρξης των κλακαδόρων, ήταν ο φόβος ότι το κοινό θα χειροκροτούσε σε ακατάλληλη στιγμή. Και δεν το ήθελαν αυτό, γιατί η υψίφωνος μπορεί να έχανε καμιά νότα, και πάει το αριστούργημα. Η λέξη προέρχεται από το αγγλική λέξη ''clack'' (θορυβώ), ''clacker'' (γιογιό, καραμούζα, παιδικό παιχνίδι που κάνει θόρυβο)».
Όταν, θα συμπληρώσουμε εμείς, μια πολιτική εκδήλωση γίνεται παράσταση και κεντρικοί ομιλητές περφόρμερ, τότε δεν απέχει από το να είναι κακό θέατρο. Και αυτοί που αποδοκιμάζουν με ιερό φανατισμό δεν απέχουν από τους κλασικούς κλακέρ ή κλακαδόρους.
Το λεξικό Μπαμπινιώτη προσδιορίζει την κλάκα ως «αποδοκιμασία ή επιδοκιμασία από εγκαθέτους» και τον κλακαδόρο ως εγκάθετο που επευφημεί ή αποδοκιμάζει πρόσωπο σε δημόσιο χώρο ή θέαμα.
Το λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη αναφέρει ότι κλάκα είναι οι «επευφημίες εγκαθέτων» και κλακαδόρος ή κλακέρ ο «εγκάθετος για να χειροκροτεί ηθοποιό, ρήτορα κ.λπ».
Το πιο σύγχρονο και πολύ βοηθητικό στις αναζητήσεις ορισμών διαδικτυακό slang.gr, σημειώνει ότι η λέξη «κλακαδόρος» σήμερα «χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των: κομματόσκυλο, φερέφωνο, οπαδός, αβανταδόρος». Και αναφέρει για τον κλακαδόρο: «Ο επαγγελματίας χειροκροτητής. Στον προηγούμενο αιώνα υπήρξε part-time απασχόληση. Στην όπερα μάλιστα, έπρεπε να είναι και γνώστης της μουσικής και να έχει σχέση με την παράσταση, ώστε να ξέρει πότε να χειροκροτήσει (δίνοντας και το έναυσμα για χειροκρότημα και στους άλλους θαμώνες). Ο λόγος ύπαρξης των κλακαδόρων, ήταν ο φόβος ότι το κοινό θα χειροκροτούσε σε ακατάλληλη στιγμή. Και δεν το ήθελαν αυτό, γιατί η υψίφωνος μπορεί να έχανε καμιά νότα, και πάει το αριστούργημα. Η λέξη προέρχεται από το αγγλική λέξη ''clack'' (θορυβώ), ''clacker'' (γιογιό, καραμούζα, παιδικό παιχνίδι που κάνει θόρυβο)».
Όταν, θα συμπληρώσουμε εμείς, μια πολιτική εκδήλωση γίνεται παράσταση και κεντρικοί ομιλητές περφόρμερ, τότε δεν απέχει από το να είναι κακό θέατρο. Και αυτοί που αποδοκιμάζουν με ιερό φανατισμό δεν απέχουν από τους κλασικούς κλακέρ ή κλακαδόρους.
Πηγή άρθρου
HardDog
Αποποίηση ευθύνης
Ο ιστότοπος είναι μια πλήρως αυτοματοποιημένη υπηρεσία συνάθροισης, ταξινόμησης και ανάρτησης συνοπτικών ειδήσεων και νέων από άλλους ελληνικούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους, μέσω της τεχνολογίας RSS. Δεν αναλαμβάνουμε καμία ευθύνη για την επάρκεια, ποιότητα, πληρότητα ή ακρίβεια των ειδήσεων και των νέων που δημοσιεύονται. Δείτε περισσότερα στο τμήμα "Αποποίηση Ευθύνης" των Ορων Χρήσης.